παρασκευάζομεν

παρασκευάζομεν
παρασκευάζω
pres ind act 1st pl
παρασκευάζω
pres ind act 1st pl
παρασκευάζω
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)
παρασκευάζω
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρασκευαζόμεν' — παρασκευαζόμενα , παρασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc pl παρασκευαζόμενα , παρασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc pl παρασκευαζόμενε , παρασκευάζω pres part mp masc voc sg παρασκευαζόμενε , παρασκευάζω pres part mp masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθίζομαι — ἐχθίζομαι (Μ) [έχθος] 1. μισούμαι, είμαι ή γίνομαι μισητός 2. (κατά τον Φώτ.) «κακυνόμεθα, ἐχθραινόμεθα ἤ ἐχθροὺς παρασκευάζομεν» 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθισμένος, η, ον μισητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”